- ἐδάην
- δάωlearnaor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)δάωlearnaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
Δάειρα — και Δαῑρα, η (Α) αυτή που κατέχει τη γνώση (επίθ. τής Περσεφόνης στην Αθήνα). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλυκό όνομα σε ειρα (πρβλ. αντιάνειρα, κυδιάνειρα κ.ά.), τού οποίου η ακριβής σημασία είναι άγνωστη. Υποστηρίχτηκε ότι συνδέεται με το δαήναι (απαρμφ. τού αορ … Dictionary of Greek
αδάητος — ἀδάητος, ον (Α) ο μη γνωστός, άγνωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ἐδάην, τού *δάω «μαθαίνω»] … Dictionary of Greek
αδαής — ές (Α ἀδαής) αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος αρχ. σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ στερητ. + ἐδάην, απρμφ.… … Dictionary of Greek
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek
αρτιδαής — ἀρτιδαής, ές (Α) αυτός που μόλις διδάχθηκε ή έμαθε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαής < (θ.) δαη , εδάην (αόρ. β του *δάω «μαθαίνω»)] … Dictionary of Greek
αυτοδαής — αὐτοδαής, ές (Α) αυτοδίδακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + δαής < εδάην, αόρ. β του *δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω)] … Dictionary of Greek
δάιος — (I) δάϊος, α, ον (Α) βλ. δήιος. (II) δάϊος, ον (Α) έμπειρος, γνώστης («Λύσιππε... δάϊε τεχνίτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάιος συνδέεται με το δαήναι, απαρμφ. τού αορ. εδάην (πρβλ. διδάσκω)] … Dictionary of Greek
δάω — (Α) 1. μαθαίνω 2. γνωρίζω 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, αναζητώ 5. διδάσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. τού αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα (< ΙΕ *dns , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *dens «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον… … Dictionary of Greek
δήνεα — δήνεα, τα (Α) 1. συμβουλές 2. σχέδια 3. τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δάνσεα αντί *δένσεα, *δένσος με αναλογικό α κατά τα συγγενή δαήναι (απαρμφ. τού αορ. εδάην τού διδάσκω*), δαΐφρων που ανάγονται σε ρίζα *dns . Ο τ. δήνεα είναι ιων., αντί *δάνσεα… … Dictionary of Greek